περιωθώ

περιωθώ
-έω, Α
1. σπρώχνω κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί
2. παθ. περιωθοῡμαι
α) αποδιώχνομαι από μια θέση, εκτοπίζομαι («ἀσθενὲς ὂν περιωθεῑται ὑπὸ τοῡ βιαιοτέρου», Διον. Αλ.)
β) αποβάλλομαι, εξορίζομαι
γ) μτφ. χάνω την εύνοια κάποιου, περιφρονούμαι («μὴ τοῑς τῶνδε λόγοις περιωσθῶμεν ἐν ὑμῑν», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + ὠθῶ «σπρώχνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περίωσις — ώσεως, ἡ, Α [περιωθώ] η εξώθηση, το σπρώξιμο εδώ κι εκεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”